ἐλευθερώσει

ἐλευθερώσει
ἐλευθέρωσις
liberation
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐλευθερώσεϊ , ἐλευθέρωσις
liberation
fem dat sg (epic)
ἐλευθέρωσις
liberation
fem dat sg (attic ionic)
ἐλευθερόω
set free
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐλευθερόω
set free
fut ind mid 2nd sg
ἐλευθερόω
set free
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Βατάτζης, Ιωάννης — Βυζαντινός αυτοκράτορας της Νίκαιας (1222 1254). Βασίλεψε στον θρόνο της Νίκαιας, του σπουδαιότερου από τα τρία ελληνικά κράτη που δημιουργήθηκαν το 1204, μετά την κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους. Ο Β. είναι ο αυτοκράτορας …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση …   Dictionary of Greek

  • Iglesia de Inglaterra — Abadía de Westminster. La Iglesia de Inglaterra (en inglés: The Church of England) es la iglesia cristiana oficialmente reconocida en Inglaterra, y actúa como “madre” y primera antigüedad de la Comunión Anglicana. Es también iglesia miembro… …   Wikipedia Español

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • θρύλος — Λέξη που αρχικά σήμαινε τον θόρυβο πολλών φωνών, ομιλιών και στην συνέχεια το γεγονός για το οποίο μιλούν όλοι. Στη νεότερη έννοια του ο θ. σημαίνει τη διήγηση σχετικά με τη ζωή ενός αγίου, μάρτυρα ή ήρωα, η οποία συχνά έχει παραποιηθεί από τη… …   Dictionary of Greek

  • κάτειμι — (AM) έλκω την καταγωγή, κατάγομαι αρχ. 1. πορεύομαι προς τα κάτω, κατέρχομαι, κατεβαίνω (α. «ὁ μὲν ποταμόνδε κατήϊεν», Ομ. Οδ. β. «ἡ δ οὖν γυνὴ κάτεισιν εἰς Ἅιδου δόμους», Ευρ.) 2. καταπλέω τον Νείλο, ταξιδεύω («κατιέναι εἰς Ἀλεξάνδρειαν») 3.… …   Dictionary of Greek

  • καρτερός — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 550 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του νομού, 7 χλμ. Α της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γουβών. Κοντά στον οικισμό …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • μεσσίας — Λέξη που προήλθε από την εβραϊκή μασιάχ (Masiah=κεχρισμένος) και δηλώνει στην Παλαιά Διαθήκη εκείνον, ο οποίος μέσω του ορατού σημείου της χρίσης, πληρούται με το πνεύμα του Θεού. Στη συνέχεια ο όρος υποδήλωνε τον μέλλοντα σωτήρα του Ισραήλ, τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”